- κακογείτων
- κᾰκο-γείτων, ον, gen. ονος,A a bad neighbour, Call.Cer.118.2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακογείτων — κακογείτων, ον (Α) ο κακός γείτονας … Dictionary of Greek
κακογείτων — a bad neighbour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογείτονα — κακογείτων a bad neighbour neut nom/voc/acc pl κακογείτων a bad neighbour masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογείτονες — κακογείτων a bad neighbour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογείτονος — κακογείτων a bad neighbour gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογείτοσιν — κακογείτων a bad neighbour dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek